ἑπταπόδης
1 επταπόδης — ἑπταπόδης, ὁ (Α) μήκους επτά ποδών …
2 ἑπταπόδης — seven feet long masc nom sg …
3 ἑπταπόδην — ἑπταπόδης seven feet long masc acc sg (attic epic ionic) …
4 ἑπταπόδου — ἑπταπόδης seven feet long masc gen sg …
5 επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ …