ἑπτακαιδεκάπους
1 επτακαιδεκάπους — ἑπτακαιδεκάπους, ουν (Α) μήκους δεκαεπτά ποδών …
2 ἑπτακαιδεκάποδι — ἑπτακαιδεκάπους seventeen feet long masc/fem/neut dat sg …
3 ἑπτακαιδεκάποδος — ἑπτακαιδεκάπους seventeen feet long masc/fem/neut gen sg …
4 ἑπτακαιδεκάπουν — ἑπτακαιδεκάπους seventeen feet long masc/fem acc sg …
5 πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …