πραγματία
1 πραγματία — πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc nom/voc/acc dual πραγματίας tiresome masc voc sg πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc voc sg (attic) πραγματίᾱ , πραγματίας tiresome masc gen sg (doric aeolic) πραγματίας tiresome masc nom sg (epic)… …
2 πραγμάτια — πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl …
3 πραγματίας — πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc acc pl πραγματίᾱς , πραγματίας tiresome masc nom sg (attic epic doric aeolic) πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem acc pl πραγματίᾱς , πραγματίη prosecution of business fem gen sg (attic… …
4 πραγμάτι' — πραγμάτια , πραγμάτιον trifling matter neut nom/voc/acc pl πραγμάτιαι , πραγματίη prosecution of business fem nom/voc pl …