καθυποπτεύω
1 καθυποπτεύω — (Α) (επιτατ. τού υποπτεύω) 1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι 2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ οπτεύω (< ὕπ οπτος)] …
2 καθυποπτεύει — καθυποπτεύω suspect pres ind mp 2nd sg καθυποπτεύω suspect pres ind act 3rd sg …
3 καθυποπτεύεται — καθυποπτεύω suspect pres ind mp 3rd sg …
4 καθυποπτεύσειεν — καθυποπτεύω suspect aor opt act 3rd sg …
5 καθυπόπτευσον — καθυποπτεύω suspect aor imperat act 2nd sg …